Σούρβα λέγονται τα
κάλαντα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς. Τα παιδιά έλεγαν τα
κάλαντα περιμένοντας ως φιλοδώρημα καρπούς (μεταξύ των οποίων και
σούρβα, τους καρπούς της σουρβιάς) και κρατούσαν στο χέρι τους τη
σουρβάκα, ένα ξύλο από σούρβα, για να χτυπούν τις πόρτες, να τους ανοίξουν.
Σε άλλες
περιοχές παρακαλούσαν και παρακινούσαν τις νοικοκυρές να τους δώσουν
για φιλοδώρημα ψαχνό κομματάκι χοιρινό και όχι κρέας που θα ήταν σαν γαϊδουρινό
πετσί: “Σούρβα μπάμπου τσι, τσι, τσι, κι όχι τσγκατζιόλας του πιτσί”. Η
σουρβίνα ήταν μια ξύλινη σούβλα συνήθως από ξύλο κρανιάς ή κυδωνιάς,
ξεφλουδισμένη και πελεκημένη με σουβλερή μύτη στην επάνω μεριά για να τρυπούν
και να περνούν σ΄ αυτή τα κομματάκια του χοιρινού και τα λουκάνικα που τους
έδιναν για αντίδωρο στα κάλαντα τους. Κάτω, στο χοντρότερο μέρος, σχεδίαζαν τη
χειρολαβή με σκαλιστές ζωγραφιές, σχέδια και γράμματα.
Στη Φλώρινα, την παραμονή
της Πρωτοχρονιάς, έφηβοι ή παιδιά σηκώνουν με σκαμνί τη γριά του σπιτιού
τρεις φορές στον αέρα, φωνάζοντας δυνατά: «σούρβα μπάμπω – και του χρόνου». Το
έθιμο αποτελεί κατάλοιπο της γυναικοκρατίας.
Σε αρκετά χωριά της
Αριδαίας αναβιώνει το έθιμο της «σούρβας», κάθε παραμονή
Πρωτοχρονιάς. Μικροί και μεγάλοι ανάβουν φωτιές και γλεντούν με αρκετό
κρασί και μεζέδες, στήνουν το χορό γύρω από τη φωτιά, φωνάζοντας «Σούρβα,
Μπάμπω»
Η λέξη «Σούρβα»
θεωρείται ότι προέρχεται από το λατινικό «Σουρ» που επιβεβαιώνει
ότι είμαστε ασφαλείς και υπάρχουμε. Η φωτιά δίνει το σύνθημα του εξαγνισμού
αλλά και τη βεβαιότητα ότι η βαρυχειμωνιά δεν μας έκαμψε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας