Κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην ανθρώπινη ιστορία παρατηρούμε ότι έχουν αναφερθεί περιστατικά στα οποία συγκεκριμένες πράξεις προκάλεσαν ανησυχία, αρνητική εντύπωση και εν τέλει την κοινωνική αντίδραση. Αυτές οι πράξεις υπήρχαν καθ’ όλη την διάρκεια της ανθρωπότητας-από τις πρωτόγονες μέχρι και τις πιο σύγχρονες κοινωνίες. Οι επιστήμες της κοινωνιολογίας και της εγκληματολογίας μας βοήθησαν να παρατηρήσουμε αυτές τις πράξεις και τον αρνητικό αντίκτυπο που δημιουργούσαν και να τις ονομάσουμε εγκλήματα ή καλύτερα εγκληματικό φαινόμενο. Εγκληματολογία λοιπόν ορίζεται η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο μελέτης το εγκληματικό φαινόμενο. Το εγκληματολογικό φαινόμενο από την άλλη αποτελείται από τρία στοιχεία που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους, τον κανόνα που ρυθμίζει την ομαλή λειτουργία μιας κοινωνίας, το έγκλημα που αποτελεί την παράβαση του κανόνα και την κύρωση που οδηγεί στην επιβολή ποινών.
Το πιο ενδιαφέρον από τα στοιχεία του
εγκληματικού φαινομένου είναι το έγκλημα και πάνω σ’ αυτό στηρίζεται ένα μεγάλο
μέρος της εγκληματολογίας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι επιστήμη της εγκληματολογίας μέχρι σήμερα δεν
έχει καταλήξει σ’ έναν κοινό ορισμό για το έγκλημα επειδή κάθε ερευνητής το
βλέπει από διαφορετική σκοπιά. Για παράδειγμα ο Durkheim υποστήριζε ότι «το έγκλημα είναι κάτι φυσιολογικό και αναμενόμενο σε μια κοινωνία και η
ύπαρξη του δεν πρέπει να μας ανησυχεί» και ερχόταν σε αντίθεση με τους
Ιταλούς θετικιστές που το θεωρούσαν αφύσικο και παθολογικό. Το ποινικό δίκαιο
από την άλλη ορίζει το έγκλημα ως «κάθε
πράξε άδικη και αξιόποινη, καταλογιστή από τον δράστη αντίθετη προς τους
κανόνες συμπεριφοράς», όμως οι περισσότεροι εγκληματολόγοι διαφωνούν μ’
αυτόν τον ορισμό καθώς σ’ αυτόν συμπεριλαμβάνονται και τα πταίσματα που όλοι
έχουμε υποπέσει σ’ αυτά (ποιος δεν έχει μπει στο μετρό χωρίς να πληρώσει
εισιτήριο;) άρα λοιπόν σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο όλοι είμαστε εγκληματίες,
όχι όμως και σύμφωνα με την εγκληματολογία. Για τον λόγο αυτό έγιναν διάφορες
προσπάθειες για να οριστεί το έγκλημα.
Πρώτος ο Garofalo-εκπρόσωπος της Ιταλικής θετικής
σχολής- διέκρινε τα εγκλήματα σε συμβατικά και φυσικά και σύμφωνα μ’ αυτόν μόνο
τα φυσικά πρέπει να απασχολήσουν την εγκληματολογία αφού αυτά προσβάλουν τα
συναισθήματα του οίκτου και της εντιμότητας. Στον ίδιο άξονα με τον Garofalo κινήθηκε και ο Ferri ο οποίος όμως επικρίνει τον πρώτο
επειδή δεν λαμβάνει υπόψη του και άλλα συναισθήματα.
Ένας άλλος εγκληματολόγος, ο Sutherland υποστήριζε ότι στον ορισμό του
εγκλήματος θα πρέπει να λαμβάνονται και τα εγκλήματα του «λευκού κολάρου» στα
οποία οι δράστες ανήκουν στα υψηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Ο Durkheim
επίσης αναφέρει ότι « έγκλημα είναι κάθε
πράξη που σε οποιοδήποτε βαθμό καθορίζει κατά του δράστη την χαρακτηριστική
αντίδραση που ονομάζεται ποινή» ενώ ο Pinantel θεωρεί πως για να χαρακτηριστεί μια
πράξη έγκλημα πρέπει να πληροί δύο προϋποθέσεις, μία ιστορική( η πράξη αυτή
θεωρείται έγκλημα σε όλη την διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας) και μια
ψυχο-κοινωνιολογική (η πλειοψηφία της κοινωνίας εκλαμβάνει αυτήν την πράξη ως
έγκλημα).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ένας λόγος που δεν
έχουμε έναν κοινό ορισμό για το έγκλημα οφείλεται στο γεγονός ότι στον κόσμο
υπάρχουν διαφορετικές κοινωνίες με διαφορετικούς θεσμούς και αξίες (π.χ. στις
χώρες του Ισλαμ ο βιασμός δεν θεωρείται έγκλημα). Επίσης παρα τους
διαφορετικούς ορισμούς που έχουν διατυπωθεί υπάρχουν τρία σταθερά
χαρακτηριστικά του εγκλήματος που είναι η έλλειψη κοινωνικής ανοχής για την
πράξη, η κοινωνική διαταραχή που δημιουργείται και η κοινωνική αντίδραση που
ενεργοποιείται. Τέλος σημειώνουμε ότι οι σύγχρονοι εγκληματολόγοι θεωρούν ως
εγκλήματα τα πλημμελήματα και τα κακουργήματα σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Αφήστε το σχόλιό σας